- τιτανωτός
- τῐτᾰνωτός, ή, όν,A whitened, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τιτανωτός — ή, όν, Α [τίτανος] επιχρισμένος με τίτανο, με ασβέστη … Dictionary of Greek
τιτανωτή — τιτανωτός whitened fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιτανόχριστος — ον, Μ τιτανωτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτανος «γύψος» + χριστός (< χρίω), πρβλ. λευκό χριστος] … Dictionary of Greek